Είναι γεγονός ότι η αναπτυξιακή διαδικασία των
τελευταίων 50 χρόνων έχει οδηγήσει σε μια ραγδαία στρέβλωση της ανθρώπινης
σχέσης με τη φύση, περισσότερο από ό,τι
σε οποιαδήποτε άλλη περίοδο στην ιστορία της ανθρωπότητας, με κλιμάκωση της
σπατάλης των πρώτων υλών που οδηγούν σε υποβάθμιση του περιβάλλοντος. Σύμφωνα
με τις τρέχουσες τάσεις, η παγκόσμια εξαγωγή πόρων αναμένεται να ανέλθει σε 140
δισεκατομμύρια τόνους έως το 2050, σε σύγκριση με περίπου 7.000 εκατομμύρια
τόνους το 1900. Αυτό υπερβαίνει σταδιακά
τη διαθεσιμότητα και προσβασιμότητα των πόρων, καθώς και τη φέρουσα ικανότητα
του πλανήτη να απορροφήσει τις επιπτώσεις της εξόρυξης και της χρήσης τους.
Η
λύση εμπεριέχεται στη μετατόπιση των καταναλωτικών προτύπων
προς αγαθά που καταναλώνουν λιγότερη ενέργεια, νερό και άλλους πόρους.
Στην
πράξη αυτό σημαίνει τον ανασχεδιασμό και το μετασχηματισμό της οικονομίας και
της παραγωγής στην κατεύθυνση της εξοικονόμησης ενέργειας, της ανακύκλωσης
και της μείωσης της παραγωγής ρύπων και
αποβλήτων. Στη διαδικασία αυτή ο ρόλος των εργαζομένων είναι καθοριστικός,
καθώς είναι αυτοί που μπορούν να έχουν πρωταγωνιστικό ρόλο στην μετατροπή του υπάρχοντος παραγωγικού μοντέλου με ένα
άλλο που θα βασίζεται στην εξοικονόμηση πόρων μέσω της καινοτομίας, παράλληλα
με την δημιουργία νέων θέσεων εργασίας.